- ζῳοπλάστης
- ζῳοπλάστηςthe Creatormasc nom sgζῳοπλαστέωmould to the lifeimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζωοπλάστης — ζωοπλάστης, ό (Α) 1. δημιουργός 2. αυτός που πλάθει εικόνες, παραστάσεις γλυπτές με ζώα, γλύπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. αγγειο πλάστης, χαλκο πλάστης] … Dictionary of Greek
ζῳοπλάσται — ζῳοπλάστης the Creator masc nom/voc pl ζῳοπλάστᾱͅ , ζῳοπλάστης the Creator masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳοπλαστῶν — ζῳοπλάστης the Creator masc gen pl ζῳοπλαστέω mould to the life pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳοπλάστας — ζῳοπλάστᾱς , ζῳοπλάστης the Creator masc acc pl ζῳοπλάστᾱς , ζῳοπλάστης the Creator masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek
ζωοπλαστία — ζωοπλαστία, ἡ (Μ) 1. η καλλιτεχνική παράσταση ζώων 2. η δημιουργία ζωής, η παραγωγή έμβιων όντων. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< ζωοπλάστης με τη σημ. 2. < ζω(ο) (Ι)* + πλαστια (< πλαστος < πλάσσω), πρβλ. ευ πλαστία, τυπο πλαστία] … Dictionary of Greek
ζωοπλαστώ — ζωοπλαστῶ, έω (Α) [ζωοπλάστης] 1. πλάθω ζώα, δημιουργώ γλυπτές παραστάσεις έμβιων όντων 2. (για τον θεό ή για τη φυσική γέννηση) δημιουργώ έμβια όντα, παρέχω ζωή σε κάποιον ή σε κάτι … Dictionary of Greek